χάλκευση

χάλκευση
η, Ν
η ενέργεια τού χαλκεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεύω. Η λ., στον λόγιο τ. χάλκευσις, μαρτυρείται από το 1864 στον Ιω. Περβάνογλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χάλκευση — η η δημιουργία πλαστών ειδήσεων, η σκευωρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαλκεύσῃ — χαλκεύω make of copper aor subj mid 2nd sg χαλκεύω make of copper aor subj act 3rd sg χαλκεύω make of copper fut ind mid 2nd sg χαλκόω turn to bronze pres part act fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”